της Ιφιγένειας Διαμάντη
Το κλήμα ήταν από την αρχή στραβό στον πεζόδρομο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου την Κυριακή το απόγευμα. Γάιδαρος να το φάει δεν υπήρχε, ωστόσο συνέβησαν διάφορες ομορφιές που ισοφάρισαν την κατάσταση.
Κατεβήκαμε λίγο μετά τις οκτώ στον σταθμό της Ακρόπολης με μια φίλη μου. Ο πεζόδρομος ήταν φίσκα από κόσμο, και οι περισσότεροι πήγαιναν στο Ηρώδειο. Α υ τ ό μας έκανε και τη ζημιά. Το σημείο όπου θα γινόταν το δικό μας street event ήταν σχεδόν μπροστά στο θέατρο. Επιτάχυνα το βήμα μου για να φτάσω μια ώρα αρχύτερα, αλλά δεν μπορούσαμε να εντοπίσουμε πού είχε στηθεί το όλο ζήτημα. Κάποια στιγμή ακούσαμε μουσική σε πολύ χαμηλή ένταση και με φόντο το δειλινό, διακρίναμε τις σκιές των δύο δασκάλων μας, να χορεύουν με αρκετούς μαθητές και συμμαθητές μας τριγύρω. Η μία έδειχνε ελαφρά εκνευρισμένη, επειδή μια κυρία ημιυπεύθυνη για τα του Ηρωδείου τής είπε ευγενικά ότι έπρεπε να την κάνουμε, επειδή «ενοχλούσαμε την πρόβα» της Φιλαρμονικής του Μιλάνο και το ρε μείζονα δε θα έβγαινε σωστά από το φαγκότο.
Μετά από τηλεφωνικές συνεννοήσεις με κάποιους ανθρώπους του δήμου, μάς υπέδειξαν την πλατεία των Αγίων Ασωμάτων στο Θησείο. Οπότε, τα αγόρια ανέλαβαν να κουβαλήσουν τον εξοπλισμό. Ο ένας ζαλώθηκε τον ενισχυτή, ο άλλος το καφάσι με τις σανγκρίες και τις λεμονάδες, κάποια κορίτσια ένα κέικ με καρύδα που είχε φτιάξει ένα άλλο παιδί, σεφ, και φοβερός χορευτής, και ο ίδιος ο σεφ, το τραπεζάκι που θα τοποθετούσαμε το λάπτοπ για τη μουσική. Όμως, πώς θα ειδοποιούνταν οι υποδέλοιποι για την αλλαγή; Ποστάραμε σημείωμα σε ένα δέντρο (!), το οποίο πολύ αμφιβάλλω αν θα το πρόσεχε κανείς ενδιαφερόμενος, αφού ήταν γραμμένο με στιλό, ούτε καν με μαρκαδόρο μπας και τραβούσε το βλέμμα. Τι κρίμα που δεν το τράβηξα μια φωτογραφία! «Όσοι έχετε smartphone, δεν το ποστάρετε στον τοίχο του event στο Facebook;» πρότεινα, για να λάβω την κουλή απάντηση «Και ποιος θα κάτσει τέτοια ώρα να τσεκάρει τον υπολογιστή για να το δει;». Μα δε θα τους έρθει ειδοποίηση στα σούπερ γουάου τηλέφωνά τους, σκέφθηκα. Τελοσπάντων. Η παραδοσιακή κινητή τηλεφωνία ανέλαβε το έργο της ενημέρωσης φίλων και γνωστών για το ανανεωμένο ραντεβού.
Στην πλατεία
Κατηφορίσαμε τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου ελισσόμενοι ανάμεσα στο πλήθος, φθάσαμε στην Αποστόλου Παύλου, και στην τελική ευθεία για τον σταθμό του Ηλεκτρικού στο Θησείο, ακούσαμε μουσική από ένα φεστιβάλ που γινόταν εκεί. Και τώρα; Πάλι θα μπλέκονταν οι μουσικές μας. Προχωρήσαμε μπουλούκι μέχρι την αρχή της πεζοδρομημένης Ερμού, όπου μας φρέναραν δημοτικοί αστυνόμοι.
Επειδή η συνεννόηση είχε γίνει τηλεφωνικά και μέσω mail και δεν υπήρχε κάποιο χαρτί, έπρεπε να ξεπεράσουμε κι άλλους γραφειοκρατικούς σκοπέλους. Λυπήθηκα τη δασκάλα μου, που έχει μεγαλώσει στο εξωτερικό και η επαφή με την ελληνική πολιτεία είναι μάλλον επώδυνη για εκείνην, και ταυτόχρονα ντράπηκα για τους γελοίους λόγους που καθυστερούσαν μια απλή διασκέδαση. Το πρόβλημα τελικά λύθηκε, όμως τώρα προέκυπτε άλλο ζήτημα: από πού θα παίρναμε ρεύμα; Το παρακείμενο περίπτερο δεν προσφερόταν, οπότε με τα πολλά, βρέθηκε λύση από ένα μπαράκι δίπλα στην πλατεία των Αγίων Ασωμάτων. Έτσι, το γλέντι ξεκίνησε μπροστά απ’ την εκκλησιά. Η ώρα κόντευε εννιά. Μόλις είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Ο Ιούνιος πλησίαζε προς το τέλος του.
Ενόσω διαρκούσε η αναζήτηση πρίζας για την πολύμετρη μπαλαντέζα, είχαν αρχίσει να καταφθάνουν κι άλλοι του κλαμπ. Άραξα στο πεζούλι του ναού. Τριγύρω, διάφοροι περαστικοί χάζευαν το θέαμα και ρωτούσαν να μάθουν πληροφορίες. Τα πόδια μου είχαν αρχίσει να μη με κρατάνε από την πείνα και έτρεμα, εξαιτίας μιας εξαντλητικής διατροφής που είχα ξεκινήσει για λόγους υγείας, στην οποία επιτρεπόταν να τρώω ελεύθερα αέρα κοπανιστό και βραστό. Πήρα ένα καλαμάκι κοτόπουλο και γύρισα στο πεζούλι για να το φάω, παρέα με τη φίλη μου, που δεν είχε όρεξη να χορέψει. Της έδωσα το ψωμάκι. Περίμενε μια παρέα φίλων της που επίσης έκαναν σουίνγκ εδώ και καιρό. Μιλήσαμε λίγο και μετά πήγα προς το μέρος κάποιων άλλων κοριτσιών και αγοριών.
Η ώρα περνούσε κυρίως με κουβέντα, αλλά χορό δεν έβλεπα να κάνω. Μιλούσαμε με μια κοπέλα που ήταν σε αναζήτηση εργασίας και σκεπτόταν μήπως τελικά γίνει σεφ, αν και αυτό που της άρεσε είναι η δημοσιογραφία. Της εξήγησα ότι η χρονική περίοδος είναι η χειρότερη ever για αυτό, και αισθάνθηκα περίεργα που έπρεπε να της γειώσω το όνειρο. Σε κάποιο διάλειμμα μεταξύ τραγουδιών, πήγα να υποβάλω τα σέβη μου στον leader. Κουβεντιάσαμε λίγο περί ανέμων και υδάτων και ύστερα οι δρόμοι μας χώρισαν. Χόρεψα λίγο με δύο άλλα παιδιά και αισθάνθηκα να ξεσκουριάζω λιγάκι. Κάποια στιγμή που ο κόσμος στην πλατεία – πίστα ψιλοαραίωσε και το επόμενο κομμάτι δεν είχε ακόμη ξεκινήσει, είδα τον leader ελεύθερο, οπότε άρχισα να βαδίζω προς το μέρος του. Ήταν με την πλάτη γυρισμένη προς εμένα και περπατούσε προς τα κάπου. Άρχισα να διασχίζω την πλατεία με μεγαλύτερες δρασκελιές για να τον προφτάσω και τη στιγμή που τον σίμωσα, του έκανα poke στον ώμο. Μόλις είχε πιάσει μια follower για να χορέψουν. Γύρισε ολίγον σαστισμένος, με τα φρύδια σηκωμένα και τα μάτια έκπληκτα και μετά από κλάσματα σιωπής και κάτι σαν «εεεμμμ», «αααα», μού είπε: «Μμετά!». Ένιωσα άσχημα επειδή σκεπτόμουν ότι κάποιοι ίσως είδαν το σκηνικό. «Ε, και; Και τί έγινε; Μήπως όλοι έχουν την προσοχή τους στραμμένη επάνω σου;» σκέφθηκα αργότερα. Ωστόσο, εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσα να το δω έτσι.
Σαν βρεγμένη swing cat πήγα προς το μέρος της φίλης μου που καθόταν στο πεζούλι της εκκλησίας. Εκεί, χόρεψα με έναν συμμαθητή μου, που είναι πολύ καλός, έχει όμως τόση δύναμη, που αισθάνομαι ότι θα εκσφενδονιστώ μέτρα μακριά. Κατόπιν, ξαπόστασα λίγο και μετά σηκώθηκα και πήγα προς το μέρος της φίλης μου και της παρέας της. Κόντευαν μεσάνυχτα. Οι δυνάμεις μου με εγκατέλειπαν. Ήταν η ώρα για το δεύτερο σουβλάκι.
Εξαντλημένη από την αυστηρή διατροφή σε συνδυασμό με τον χορό και τη ζέστη, κίνησα ξανά για το παρακείμενο σουβλατζίδικο. Περίμενα περίπου είκοσι λεπτά για να ψηθούν τα κοτοπουλένια καλαμάκια. Όταν ετοιμάστηκαν, πήρα μια μπύρα και άρχισα να πηγαίνω ξανά προς την πλατεία. Μόλις είχα δαγκώσει την πρώτη μπουκιά, η φίλη μου με βρήκε για να μου πει ότι φεύγουν. «Μπορώ να ’ρθω μαζί σας;» τη ρώτησα. «Δεν ξέρω αν χωράς» μου απάντησε. «Καλά, τότε θα πάρω το τραίνο». Μέχρι να τελειώσω την κουβέντα και ενώ ήμουν με την μπουκιά στο στόμα, ήρθε ξάφνου ο leader από τα δεξιά. «Έλα, έλα, πάμε, πάμε!» μου είπε. «Μα τρώω» πήγα να πω, αλλά μου πήρε το καλαμάκι από τα χέρια και με συνοπτικές διαδικασίες με τράβηξε να σηκωθώ, ενώ η φίλη μου παρακολουθούσε ολίγον σαστισμένη.
Άφησα το σουβλάκι στο σακούλι του και έβγαλα όπως-όπως την τσάντα και τη ζακέτα μου. Ξεκινήσαμε να χορεύουμε. «Τελικά οι φίλοι σου “ψήνονται’ για να ξεκινήσουν μαθήματα;» ρώτησε, αναφερόμενος σε μια κουβέντα που κάναμε μερικές ημέρες νωρίτερα. Σιωπή. Τού έδειξα το μπουκωμένο στόμα μου και του έκανα νόημα να περιμένει λίγο. «Μμμμ», έκανα μόλις κατάλαβα. «Το σκέπτονται. Εξαρτάται από το αν θα βρίσκονται στην Αθήνα (η μπουκιά στα αριστερά), γιατί παίζει να φύγουν για Κέρκυρα και τότε θα χάσω τη Στέλλα». «Γιατί;» ρώτησε. «Έχει διοριστεί εκεί ο Χρήστος στο πανεπιστήμιο (δεξιά), αλλά με όλα αυτά που συμβαίνουν, ο διορισμός καθυστερεί». Όλη αυτή η κουβέντα γινόταν ενώ μασούσα, αφού δεν είχα προλάβει να καταπιώ, προσπαθώντας ταυτόχρονα να χορεύω, να μιλάω κατανοητά και να χαμογελάω χωρίς να φτύνω. Μέχρι που στραβοκατάπια σοβαρά και ο leader με χτύπησε στην πλάτη. Το μουσικό κομμάτι τελείωνε. «Καλά. Πήγαινε να φας με την ησυχία σου και άμα είναι, έλα», είπε.
Αποτέλειωσα το φαγητό, ήπια νερό και επέστρεψα. Έτσι όμως έχασα το τελευταίο τραίνο. Πήγα και κάθισα με δύο κορίτσια από το τμήμα μου, όπου έμαθα ότι δυστυχώς οι τσάντες δύο άλλων κοριτσιών είχαν κάνει φτερά στη διάρκεια της βραδιάς. Η μία ήταν της κοπέλας που σκέπτεται να γίνει σεφ. Πολύ στενοχωρήθηκα. Μετά από λίγο, ένα παιδί μού πρότεινε να χορέψουμε και κάναμε δύο τρία κομμάτια. Με διόρθωσε κιόλας. Ήταν πολύ ωραία, γιατί ο κόσμος είχε φύγει πια και ήταν πολύ πιο άνετα. «Εσύ πώς θα γυρίσεις; Έχεις αυτοκίνητο;» ρώτησε έπειτα από λίγο ο leader. «Θα πάρω ταξί», απάντησα. «Πού μένεις;». «Μαρούσι». «Ωωωχχχ» έκανε. Είκοσι ευρώ διπλή ταρίφα.
Σηκώθηκα να καληνυχτίσω. «Τί θα κάνεις;» ρώτησα έναν άλλον φίλο μου, με τον οποίο μοιραζόμασταν καμιά φορά την κούρσα. «Λέω να κάτσω λιγάκι ακόμα. Αύριο δεν έχω να σηκωθώ νωρίς» απάντησε και πήγε να χορέψει με μια κοπέλα με κοντή φούστα, που πραγματικά, είχε θεσπέσια μπούτια.
………………………..
Τρία χρόνια αργότερα, η μία μου φίλη βρίσκεται στη Μελβούρνη και η έτερη με τον άνδρα της στη Γλασκώβη, αφού εκεί βρήκαν δουλειές. Και εγώ, πού βρίσκομαι; Τα βήματά μου με φέρνουν καμιά φορά στον ίδιο πεζόδρομο και μου θυμίζουν πόσα βήματα έχω κάνει κυριολεκτικά ως follower, αλλά και μεταφορικά, ως άνθρωπος. Έφυγα από τη δουλειά μου, το ψάχνω με το Swing in Greece, ψάχνομαι γενικώς, εξελίσσομαι μέσα από τον χορό και τα πολλά επίπεδά του. Γιατί κάπως έτσι είναι αυτή η ιστορία. Σαν το «Inception», ένα πράγμα: έχει πολλά επίπεδα.